ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΠΟΛΥΚΥΣΤΙΚΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ

Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι ίσως η συχνότερη γυναικολογική διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, καθώς προσβάλλει το 1-5% του γενικού γυναικείου πληθυσμού. Η συχνότητα εξαρτάται από εθνικούς και φυλετικούς παράγοντες. Διάφορες μελέτες έχουν δημοσιευθεί: στις ΗΠΑ εμφανίζεται με ποσοστό 4,7% στις γυναίκες της λευκής φυλής και 3,4% σε αυτές της μαύρης φυλής, ενώ για την Ελλάδα το ποσοστό είναι στο 6,77% του γυναικείου πληθυσμού. Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών προσβάλλει συνολικά το 5-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και το 20-50% των πασχόντων ανωοθυλακιορρηκτικών γυναικών και αποτελεί την συχνότερη αιτία ανωοθυλακιορρηκτικής υπογονιμότητας και υπερανδρογοναιμίας. Όπως είναι φυσικό, τα δύο ανωτέρω χαρακτηριστικά προκαλούν επιπτώσεις οι οποίες δεν είναι μόνο ιατρικές, αλλά επεκτείνονται και σε κοινωνικό επίπεδο. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει ένας οικουμενικά αποδεκτός ορισμός του συνδρόμου, λόγω της πολυπλοκότητας και ετερογένειας στην κλινική παρουσίαση αυτού.

Κριτήρια του Συνδρόμου.

Ο κλασικός ορισμός του PCOS περιλαμβάνει το συνδυασμό βιοχημικής υπερανδρογοναιμίας ή υπερανδρογονισμού και χρόνιας ολιγο- ή ανωοθυλακιορρηξίας, εφόσον αποκλεισθούν όλες οι άλλες νοσολογικές οντότητες, που εμφανίζουν παρόμοια κλινικο-εργαστηριακή εικόνα (National Institute of Health(NIH) 1990).
Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δοθεί από το Γυναικολόγο ώστε η ασθενής να μην συγχέει το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών με τις πολυκυστικές ωοθήκες. Οι τελευταίες είναι ένα εύρημα με αυξανόμενη συχνότητα, λόγω της χρήσης υπερήχων στην γυναικολογική εξέταση ρουτίνας. Υπολογίζεται πως περίπου 20% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν πολυκυστικές ωοθήκες, αλλά λιγότερες από τις μισές έχουν τα βιοχημικά και ορμονικά ευρήματα που συνιστούν το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Προκειμένου να τεθεί οριστική διάγνωση του Συνδρόμου, είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη εκδήλωση των παρακάτω συμπτωμάτων (σύμφωνα με AES 2006)

AES 2006
Απαραίτητη η παρουσία όλων των παρακάτω:
-Υπερανδρογονισμός(δασυτριχισμός ή/και βιοχημική υπερανδρογοναιμία)
-Διαταραχή της ωοθηκικής λειτουργίας(αραιο-ανωοθυλακιορρηξία ή/και πολυκυστική μορφολογία της ωοθήκης στο υπερηχογράφημα).

Για την διάγνωση του Συνδρόμου απαιτείται ένα λεπτομερές ιστορικό από την ασθενή και κλινική εξέταση. Τις περισσότερες φορές, αναφέρονται διαταραχές του κύκλου, τριχοφυΐα (δασυτριχισμός) σε διάφορα μέρη του σώματος (άνω χείλος, κάτω σιαγόνα, παρειές, στήθος, πλάτη, κάτω κοιλία), ακμή με έντονη εικόνα, λιπαρότητα δέρματος, αλωπεκία και μελανίζουσα ακάνθωση. Συνήθως ο δείκτης μάζας σώματος είναι αυξημένος, αν και οι τελευταίες μελέτες δεν επιβεβαιώνουν την συσχέτιση. Ένα μεγάλο κομμάτι γυναικών έρχονται αντιμέτωπες με το σύνδρομο κατά την διάρκεια ελέγχου υπογονιμότητας του ζευγαριού.


(Κλίμακα βαθμολόγησης του δασυτριχιμού κατά Ferriman – Gallway για την κλινική εκτίμηση του δασυτριχισμού στις ασθενείς με PCOS)

Στα πλαίσια του ελέγχου πρέπει να σταλεί ένα πλήρες ορμονικό προφίλ το οποίο εκτός από τις βασικές ορμόνες θα πρέπει οπωσδήποτε να καλύπτει τον έλεγχο της τεστοστερόνης αλλά και την λειτουργία των επινεφριδίων, προκειμένου να αποκλείσουμε κάποιους αρρενοποιητικούς όγκους οι οποίοι είναι μεν σπάνιοι, όταν όμως εμφανιστούν μιμούνται τα συμπτώματα του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών. Ταυτόχρόνα, διενεργείται Διακολπικό Υπερηχογράφημα Ωοθηκών ώστε να μετρηθεί ο αριθμός των ωοθηλακίων, ο όγκος των ωοθηκών αλλά και να αποτυπωθεί η γενικότερη μορφολογία της ωοθήκης. Αν το σύνδρομο διαγνωσθεί κλινικά, υπερηχογραφικά και εργαστηριακά τότε προχωρούμε και σε περαιτέρω εξετάσεις προκειμένου να διερευνήσουμε πιθανή αντίσταση του οργανισμού στη δράση της Ινσουλίνης. Γνωρίζουμε ότι γυναίκες με PCOs έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ, Διαβήτη της Κύησης, υπερπλασία του ενδομητρίου, κατάθλιψη, Λιπώδες ήπαρ, καρδιαγγειακά προβλήματα, παχυσαρκία.

Ελέγχοντάς τα ανωτέρω ο γυναικολόγος μαζί την γυναίκα/έφηβη θα πρέπει να συζητήσει την καλύτερη δυνατή επιλογή. Η θεραπευτική αντιμετώπιση του συνδρόμου χαρακτηρίζεται από μεγάλη ετερογένεια. Αυτό οφείλεται στους διαφόρους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς που έχουν μελετηθεί αλλά και στην διαφορετική συμπτωματολογία που καλείται ο κλινικός ιατρός να αντιμετωπίσει. Η θεραπεία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί κάθε φορά θα πρέπει να εστιάζεται στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ασθενής.

Τα συνηθέστερα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αφορούν:

    – Διαταραχές του εμμηνορρυσιακού κύκλου
    – Εξωτερική εμφάνιση (δασυτριχισμός, ακμή, ανδρογενής αλωπεκία)
    – Υπογονιμότητα
    – Απώτερες διαταραχές (αντίσταση στην ινσουλίνη, καρδιαγγειακές διαταραχές)

Η ασθενής μπορεί να χρήζει μεμονωμένης ή συνδυαστικής θεραπείας, ανάλογα με το πρόβλημα ή το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Συνήθως σε νεαρές ασθενής οι διαταραχές του κύκλου καθώς και οι δερματολογικές διαταραχές κυριαρχούν στα πρώτα χρόνια μετά την πρώτη έμμηνο ρύση και μετά την εφηβεία. Αργότερα αυτό που κυριαρχεί, όπως είναι λογικό, είναι η επιθυμία για τεκνοποίηση.