ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ

Η ενδομητρίωση είναι μια πάθηση αγνώστου αιτιολογίας, που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού σε θέσεις εκτός της μήτρας όπως ωοθήκες, σάλπιγγες, πυελικό τοίχωμα, δουγλάσειο, έντερο, ορθό. Φυσιολογικά από το ενδομήτριο προέρχεται κάθε μήνα το αίμα της περιόδου (έμμηνος ρύση)που διαρκεί συνήθως 5-7 ημέρες.

Χωρίς ακόμα να είναι ξεκάθαρη η αιτιολογία της ενδομητρίωσης, φαίνεται πως οφείλεται στην ανάστροφη πορεία των κυττάρων του ενδομητρίου. Αντί δηλαδή να κατευθυνθούν φυσιολογικά προς τον τράχηλο της μήτρας και από εκεί στον κόλπο, οδηγούνται προς τα πίσω και μέσω των σαλπίγγων καταλήγουν στην ελεύθερη κοιλιακή χώρα και τα ενδοκοιλιακά όργανα. Όμως αυτή η θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει περιπτώσεις όπου ενδομητρικά κύτταρα βρέθηκαν σε απομακρυσμένους ιστούς όπως πνεύμονες, εγκέφαλο, οφθαλμούς. Αναπτύχθηκαν θεωρίες και γίνονται έρευνες που αφορούν την πιθανή ανάπτυξη έκτοπου ιστού από την εμβρυογένεση όπως και την πιθανότητα κύτταρα από το ενδομήτριο να μεταναστεύουν αιματογενώς σε απομακρυσμένα σημεία του σώματος.

Η ενδομητρίωση εμφανίζεται σε ποσοστό έως 10% και εμφανίζεται συχνότερα σε ηλικίες μεταξύ 25 και 40 ετών. Αυξημένες πιθανότητες για ενδομητρίωση έχουν οι άτοκες, οι γυναίκες με μεγάλη διάρκεια έμμηνου ρύσεως, γυναίκες με κύκλους κάτω των 26 ημερών, καθώς και γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό.

Τα κύρια συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι ο πόνος στην περιοχή της κοιλιάς ή της λεκάνης, τόσο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής ή μετά (δυσπαρευνία), όσο και κατά τη διάρκεια της περιόδου (δυσμηνόρροια). Συνήθως, ο πόνος εμφανίζεται 24 έως 48 ώρες πριν την έναρξη της περιόδου και διαρκεί ως το τέλος της εμμηνορρυσίας. Η κλινική εξέταση μπορεί να προσφέρει απλώς ενδείξεις για την ύπαρξη ενδομητρίωσης και η διάγνωση γίνεται πολλές φορές τυχαία στα πλαίσια του τακτικού ελέγχου με το κολπικό υπερηχογράφημα, όπου παρατηρούμε κύστεις με ηχογενές περιεχόμενο (σοκολατοειδείς) στις ωοθήκες. Όμως η ενδομητρίωση μπορεί και να μην φαίνεται στον υπέρηχο και να βρίσκεται διάσπαρτη σε διάφορες εστίες στην κοιλιακή χώρα. Σε αυτή την περίπτωση η ενδομητρίωση μπορεί να διαγνωστεί μόνο με λαπαροσκόπηση μετά από ιστολογική εξέταση του ιστού.

Εάν κατά την διάρκεια της λαπαροσκόπησης επιβεβαιωθεί το εύρημα όπως σοκολατοειδής κύστη στην ωοθήκη ή εστίες ενδομητρίωσης, τότε επεμβαίνουμε αφαιρώντας την κύστη είτε καυτηριάζοντας τις εστίες με διαθερμία ή με laser. Η ανοικτή χειρουργική (λαπαροτομία) δεν έχει πλέον θέση στην αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης, μια και η λαπαροσκόπηση προσφέρει μία εξαιρετικά ευκρινή εικόνα και επιτρέπει τη διερεύνηση όλων των εστιών ενδομητρίωσης, μια και η νόσος είναι συχνά πολυεστιακή. Η θεραπεία της ενδομητρίωσης είναι διπλή αλλά πρωτίστως χειρουργική και ακολούθως φαρμακευτική.
Επιγραμματικά οι επιλογές της θεραπείας περιλαμβάνουν:

    -Φάρμακα για τον έλεγχο του πόνου
    -Φάρμακα για την αποτροπή επιδείνωσης της ενδομητρίωσης
    -Χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθούν οι εστίες της ενδομητρίωσης
    -Υστερεκτομή με την αφαίρεση και των δύο ωοθηκών

Ενδομητρίωση και γονιμότητα.
Το ποσοστό των υπογόνιμων γυναικών που διαγιγνώσκεται με ενδομητρίωση φθάνει σχεδόν το 50% με υποπενταπλάσιες πιθανότητες σύλληψης ανά κύκλο. Σε γυναίκες με συμφύσεις και/ή κλειστά σαλπιγγικά στόμια η αιτία είναι κατανοητή. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η θεωρία που επικρατεί είναι πως η ενδομητρίωση προκαλεί μικρές, αλλά σημαντικές αλλαγές στην πύελο όπως: φλεγμονή, τροποποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, ορμονικές αλλαγές, αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των σαλπίγγων ή προβλήματα στη γονιμοποίηση και την εμφύτευση του εμβρύου.